- ζηλοτυπία
- jalousie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζηλοτυπία — ζηλοτυπίᾱ , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc/acc dual ζηλοτυπίᾱ , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίᾳ — ζηλοτυπίαι , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc pl ζηλοτυπίᾱͅ , ζηλοτυπία jealousy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπία — η (AM ζηλοτυπία) [ζηλότυπος] 1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή τού άλλου 2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη αρχ. ερεθισμός, οργή … Dictionary of Greek
ζηλοτυπία — η 1. φθόνος για ξένα αγαθά, ζήλια: Προκαλεί τη ζηλοτυπία όλων με τις επιτυχίες του. 2. ανησυχία για την πίστη του ή της συζύγου ή του εραστή: Βασανίζεται από ζήλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλοτυπίας — ζηλοτυπίᾱς , ζηλοτυπία jealousy fem acc pl ζηλοτυπίᾱς , ζηλοτυπία jealousy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαι — ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc pl ζηλοτυπίᾱͅ , ζηλοτυπία jealousy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαν — ζηλοτυπίᾱν , ζηλοτυπία jealousy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπιῶν — ζηλοτυπία jealousy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαις — ζηλοτυπία jealousy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίη — ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίην — ζηλοτυπία jealousy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)